φραγμώ

φραγμώ
-όω, Μ [φραγμός]
φράζω, προστατεύω με φράχτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φραγμῷ — φραγμός fencing in masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • оплетеньѥ — ОПЛЕТЕНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Ограда, плетень: гл҃ть г(с)ь да не буду виногра(д) взлюбленаго по насаженьи и ѡграженi ѡплетеньемъ и столпомь и всѣмь ѹтвердити. (φραγμῷ) ГБ к. XIV, 113в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • περιφραγμώ — όω, Μ περιφράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φραγμῶ «φράζω»] …   Dictionary of Greek

  • Σπεράντσας, Στέλιος — Γιατρός και λογοτέχνης (1888 1962). Καταγόταν από τη Σμύρνη, στην Ευαγγελική σχολή της οποίας τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Στη συνέχεια σπούδασε ιατρική και οδοντιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και στο διάστημα 1933 1935 διατέλεσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”